- συγκαταδαρθάνω
- συγκατα-δαρθάνω, in [tense] aor. 2 -έδαρθον, as [tense] aor. of συγκαθεύδω,A sleep with one, Ar.Ec.613,622 (anap.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγκαταδαρθάνω — Α κοιμάμαι μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταδαρθάνω «κοιμάμαι»] … Dictionary of Greek